αμαλλείον

αμαλλείον
ἀμαλλεῖον, το (AM) [ἄμαλλα]
σχοινί ή ταινία, με τα οποία δένουν δεμάτια σταχυών (χερόβολα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμαλλεῖον — sheaf band neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλλείῳ — ἀμαλλεῖον sheaf band neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαλλα — ἄμαλλα, η (Α) 1. δεμάτι από θερισμένα στάχυα, το χερόβολο 2. σιτάρι 3. το σχοινί με το οποίο δένονται τα χερόβολα, το δέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο, που σχηματίζεται από επαυξημένο με λ θέμα τού ρημ. ἀμῶμαι (ἀμῶ ΙΙ* άω) «συγκεντρώνω,… …   Dictionary of Greek

  • αμάλλιον — ἀμάλλιον, το (Μ) [ἄμαλλα] το αμαλλείον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”